Ιωαννίτες ιππότες

Ιωαννίτες ιππότες
Μέλη θρησκευτικού ιπποτικού τάγματος, που ιδρύθηκε από τους Σταυροφόρους (1022) στην Ιερουσαλήμ. Ονομάστηκαν έτσι από τον προστάτη άγιό τους, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, αλλά ήταν ακόμα γνωστοί και ως Tάγμα των Ιπποτών της Ρόδου και αργότερα των Ιπποτών της Μάλτας. Έδρα του τάγματος ήταν αρχικά η Ιερουσαλήμ, όπου οι I.ι. έχτισαν ξενώνες και νοσοκομεία, για να εξασφαλίσουν τη φιλοξενία και την περίθαλψη των χριστιανών προσκυνητών που επισκέπτονταν τους Αγίους Τόπους. Επειδή όμως η ζωή των προσκυνητών κινδύνευε συχνά, εξαιτίας των συγκρούσεων με τους μουσουλμάνους, οι Ι.ι. εξελίχθηκαν σταδιακά σε ισχυρή στρατιωτική δύναμη που φρόντιζε για την ασφάλεια των χριστιανών. Μετά την εκδίωξη των Σταυροφόρων από την Ανατολή (1291), οι I.ι. παρέμειναν για ένα διάστημα στην Κύπρο και στη συνέχεια μετοίκισαν στη Ρόδο (1309), όπου παρέμειναν δύο αιώνες. Τελικά εγκαταστάθηκαν στη Μάλτα (1530), μετά την απώλεια της οποίας (Ναπολέοντας, 1797) η στρατιωτική και πολιτική δύναμη του τάγματος άρχισε να παρακμάζει. Το 1834 η έδρα των I.ι. μεταφέρθηκε στη Ρώμη και αργότερα (1961), ύστερα από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, ο πάπας τούς αναγνώρισε το δικαίωμα να ασκούν έλεγχο στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Οι I.ι. διατηρούν ακόμη και σήμερα οργανώσεις στη Γερμανία, στη Μεγάλη Βρετανία, στην Ελβετία, όπου βρίσκεται και το μουσείο τους (1936), στη Σουηδία και σε μερικές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το τάγμα αριθμεί περίπου 8.000 μέλη και η δραστηριότητά του έχει κυρίως φιλανθρωπικό χαρακτήρα. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα των Ιωαννιτών ιπποτών, το φρούριο του Κρακ στη Συρία, οι στοές του οποίου σώζονται σχεδόν ανέπαφες. Μέλη του τάγματος των Ιωαννιτών ιπποτών (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • Βαλέτα — (Valletta). Πόλη (περ. 9.200 κάτ.) και πρωτεύουσα της Μάλτας, ένα από τα καλύτερα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου, επειδή το στόμιό του προστατεύεται από τους ΒΑ ανέμους με δύο κυματοθραύστες και το μήκος του φτάνει τα δύο χλμ. Στη νότια ακτή του… …   Dictionary of Greek

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • Μεγίστη ή Καστελλόριζο — Νησί (8,88 τ. χλμ., 406 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους. Βρίσκεται 72 ναυτικά μίλια Α της Ρόδου, απέναντι από τις νοτιοδυτικές ακτές της Μικράς Ασίας. Υπάγεται διοικητικά στον νομό Δωδεκανήσου. Το ψηλότερο σημείο του νησιού είναι η κορυφή Βίλλα (271 μ …   Dictionary of Greek

  • Πάτμος — Νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, στο οποίο αναπτύχθηκε ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα της Ανατολής και όπου εξορίστηκε ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, εκεί έγραψε την Αποκάλυψη και το Ευαγγέλιό του.… …   Dictionary of Greek

  • Αλικαρνασσός — I Αρχαία πόλη και λιμάνι της Καρίας, στη θέση της σημερινής μικρής τουρκικής πόλης Μπουντρούμ. Την ίδρυσαν Έλληνες, σύμφωνα με την παράδοση Τροιζήνιοι, γύρω στο 1000 π.Χ. Από τον 6o έως τον 3o αι. π.Χ. είχε νομισματοκοπείο, δείγμα μεγάλης… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Ιωάννη, Τάγμα των ιπποτών — Ονομασία ιπποτικού τάγματος που ιδρύθηκε τον Μεσαίωνα. Λέγονται και Ιωαννίτες ιππότες. Βλ. λ. Μάλτας, τάγμα των ιπποτών της …   Dictionary of Greek

  • Γατελούζοι ή Κατελούζοι — Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος της μεγάλης γενοβέζικης οικογένειας των Γκατιλούζιο (Gattilusio), που ηγεμόνευσε στη Λέσβο και σε άλλα νησιά του Αιγαίου πελάγους, από τα μέσα του 14ου αι. έως το 1462. Κυριότεροι εκπρόσωποί της είναι: 1.… …   Dictionary of Greek

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”